Θεομητορικό

Μέ ἀφορμή τήν ἑορτή τῆς Παναγίας τῆς «Παραμυθίας»…

Φωνή ἱκεσίας…

(Ἡ παρακάτω ὁμιλία ἐκφωνήθηκε ἀπό τόν Πανασιολογιώτατο Καθηγούμενο τοῦ Ἱεροῦ Κοινοβίου π.Χρυσόστομο κατά τήν ἑορτή τῆς Παναγίας τῆς «Παραμυθίας» – 21 Ἰανουαρίου 2016 – στό τέλος τῆς Πανηγυρικῆς θείας Λειτουργίας)

«Πάλι βρεθή­­­κα­­­με μπρο­­­­στά στή θαυμα­στή εἰ­­­­­κό­­να τῆς Θεοτόκου τῆς «Πα­­ρα­­μυθίας». Δέν ἤρθαμε γιά νά τήν δοξολογήσουμε. Ἤρθαμε γιά νά γονατίσουμε μπροστά της χύνοντας δάκρυα μετανοίας καί νά ζητήσουμε νά σώ­­­σει τόν λαό της. Σάν τά ἄτακτα παιδιά, πού ὅ­­ταν κά­­­­­­­νουν  κά­­­­­­ποια σο­­­­βαρή ἀτα­­­­­­­­­­­ξί­­α, γιά νά μήν τι­­­­­μω­­­­­­­­­­­­ρη­­­θοῦν ἀπό τόν πα­­­τέ­­­ρα, τρέχου­­με καί πέφ­­­­τουμε στήν ἀγκα­­λιά τῆς μά­­­­­­νας καί τήν ἱκετεύουμε…

»Ἔτσι κι ἐμεῖς σήμερα, Μητέρα μας, ἐρχό­­μεθα στή δική σου ἀγκάλη. Ἐρχόμεθα νά ζητήσουμε συγγνώμη γιά ὅλα τά παραπτώματά μας. Ἐμεῖς οἱ λίγοι ζητοῦμε συγγνώμη γιά τούς πολλούς, γιά ὅλους ἐκείνους πού σέ ὑβρίζουν, γιά ὅλους ἐκείνους πού καθημερινῶς σέ στενοχωροῦν, γιά ὅλους ἐκείνους πού στέκονται ὡς ἐχθροί ἀπέναντί σου…

»Βλέπετε, ἀδελφοί μου, ὅτι τό κακό ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα θεριεύει. Ἡ κρίση εἶναι μεγάλη! Ἡ σαπίλα καί ἡ βρωμιά ἔπνιξε ὅλη τήν ἀτμόσφαιρα τῆς πατρίδας μας. Ἡ ἀθεΐα κυριαρχεῖ, ὁ Ἀντίχριστος «χορεύει» καί οἱ χριστιανοί, ὦ, οἱ χλιαροί χριστιανοί!.. Εἴμαστε στήν ἐποχή πού θά χωρίσει ἡ ἦρα ἀπό τό στάρι. «Οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν, διωχθήσονται»! Ἀλίμονο, ὅμως, στούς διῶκτες!… Ἡ Πίστη αὐτή τή στιγμή στήν Πατρίδα μας, ἀδελφοί μου, διώκεται! Τό βλέπετε καθαρά…

»Δέν μπορεῖ κανείς ν̓ ἀνοίξει τηλεόραση, δέν μπορεῖ κανείς νά διαβάσει ἐφημερίδα, πραγματικά δέν μπορεῖ… Ὅλα εἶναι μαῦρα… Καί κόκκινα ἔχουν γίνει ὅλα ἀπό τά αἵματα. Λάσπωσε ἡ γῆ ἀπό τό πολύ αἷμα! Παντοῦ πόλεμοι, ἀκαταστασίες, παντοῦ ταραχή! Παντοῦ πτώματα, εἰκόνες Ἀποκαλύψεως, εἰκόνες τραγικές, τίς ὁποῖες ζοῦμε, ἀληθινά, ὅλοι μας. Κυρίαρχος ὁ φόβος!…

»Ἐμεῖς ἤρθαμε σήμερα -οἱ λίγοι ἐμεῖς- νά σταθοῦμε μπροστά στή Μάνα μας καί νά τήν παρακαλέσουμε. Γονατίζουμε μπροστά της, σηκώνουμε τά χέρια καί τήν παρακαλοῦμε, ὅπως ἐκείνη ἔσωσε τό Βατοπαίδι, ὅπως ἔσωσε τούς Μοναχούς τοῦ Βατοπαιδίου, ἔτσι νά σώσει καί τήν Πατρίδα μας!

»Σύ, ἡ Μάνα πού συγχώρεσες ἀκόμη καί τούς σταυρωτάς τοῦ παιδιοῦ σου, σήμερα ἀκόμη μιά φορά κατέβασε τό χεράκι τοῦ Χριστοῦ ἀπό τό στόμα σου καί φώναξε μέσα στίς καρδιές μας «μήν ἀνοίγετε τήν πόρτα, θά πάθετε μεγάλο κακό!».

»Ἐμεῖς ὅμως, Μητέρα μας, ἀνοίξαμε τήν πόρτα γιά νά ἔρθουν οἱ ἀντίχριστοι, γιά νά σφάξουν καί νά ρημάξουν, νά κλέψουν καί νά συλήσουν…

»Ἐμεῖς ἀνοίξαμε τήν πόρτα καί γέμισε ἡ καρδιά μας φίδια, ποντίκια καί ἄλλα ἑρπετά. Καί τρῶνε τή ζωή μας. Καί τά μάτια μας γεμίζουν δάκρυα. Πονᾶνε, ἀλλά δέν μετανοοῦνε…

»Ἐρχόμεθα ἐμεῖς οἱ λίγοι σήμερα μπροστά σου γιά νά σέ ἱκετεύσουμε.

»Δῶσε κατάνυξη στήν ψυχή μας! 

»Δῶσε συναίσθηση! 

»Ἄνοιξε τούς ὀφθαλμούς τῆς καρδιᾶς μας, γιά νά ἀντικρίσουμε τόν Υἱό σου. Ἐκεῖ νά Τόν τοποθετήσουμε μιά γιά πάντα! 

»Ἐσύ παρηγόρησέ μας, Παραμυθία γλυκεῖα, καί δῶσε σ’ ὅλους μας δύναμη καί κουράγιο! 

»Ἐσύ θά μᾶς σώσεις! Θά ἁπλώσεις τό χέρι σου, θά κατεβάσεις τό χεράκι τοῦ Χριστοῦ μας, γιά νά τελειώσει ὁ «κανόνας» μας. Πραγματικά αἰσθάνομαι ὅτι κάποιος «κανόνας» βαραίνει τήν Πατρίδα μας. Στάσου δίπλα μας, Παναγία παρηγορήτρια, δῶσε μας θάρρος καί κουράγιο γιά νά ἀποτινάξουμε τόν ζυγό αὐτό, τόν ζυγό τῶν γενιτσάρων πού ἐργάζονται ἐναντίον τῆς πατρίδας μας, ἐναντίον τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ μέ τούς παράνομους νόμους… 

»Μέσα σ’ αὐτήν τήν ἐποχή ὁ Ἀντίχριστος κερδίζει κάθε τόσο ἔδαφος καί τρώει τά παιδιά σου! 

»Ὅλοι ζοῦμε μέ ἀγωνία… Μιά ἀγωνία ὅπου μέσα σ’ αὐτήν βασιλεύει ὁ Ἀντίχριστος καί οἱ πρόδρομοί του ἐργάζονται…

»Ἐσύ θά μᾶς σκεπάσεις, Παναγία «Παραμυθία» μου…

»Ἐρχόμεθα σήμερα, Μητέρα μας, ταπεινά στήν ἀγκαλιά σου, ἐμεῖς, τά βρώμικα παιδιά σου! Ψάχνουμε νά βροῦμε, νά φιλήσουμε τό χέρι σου. Δῶσε δύναμη, δῶσε κουράγιο, δῶσε ἐλπίδα, δῶσε παρηγοριά σέ ὅλους μας γλυκιά μου Παναγία!»

(Τό κείμενο εἶναι παρμένο ἀπό τόν Ἐπετειακό Τόμο πενταετίας «ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, 2015-2019»)


Ἡ «Παραμυθία» στό ὄρος Πάϊκο

Συμπληρώθηκαν φέτος εἴκοσι ἕξι (26) χρόνια ἀπό τήν ἀλησμόνητη ἐ­­κεί­­­νη ἡμέρα (18 Ἰουνίου 1995), κατά τήν ὁποία ἀ­­κρι­βές ἀντίγραφο τῆς ἱερῆς καί θαυμαστῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας, τῆς ἐπονομαζομένης «Παραμυθίας», ἦρθε στή Μονή μας καί ἐγκαταστάθηκε ἔκτοτε, ὡς οἰκοδέσποινα, σέ περίοπτη θέση τοῦ κεντρικοῦ ναοῦ.

Ἡ ἔλευση τῆς «Παραμυθίας» ἦταν μιά μεγάλη εὐλογία γιά τό ὄρος Πάϊκο, ἕνα ἐξαίσιο θεομητορικό δῶρο ἄρρητης εὐωδίας. Ἀπό τό «Περιβόλι» της, τό Ἅγιον Ὄρος, ἀντίγραφο τῆς εἰκόνας αὐτῆς ἦρθε σ’ ἕνα ἄλλο ὄρος πού ἁγιάζεται καθημερινά ἀπό τίς προσευχές τῶν μοναστῶν καί οἰκητόρων του. Ἦρθε στόν τόπο αὐτό γιά νά μεταδίδει ἀδιαλείπτως τό ἀθωνικό ἀκριβό ἄρωμά της στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ἦρθε γιά νά ἁγιάζει μέ τήν θεομητορική της χάρη καί νά παραμυθεῖ μέ τήν θέρμη τῆς παρουσίας της τούς ἐδῶ ἀσκουμένους μοναχούς καί τούς ἐν τῷ κόσμῳ εὑρισκόμενους πιστούς. 

Κάποτε, σέ παλαιότερα χρόνια, καί τό ὄρος αὐτό ἦταν «κατοικία», ἀποτελοῦσε κλῆρο τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Κατά μιά ἐπικρατοῦσα ἀντίληψη, ἡ ὀνομασία «Πάϊκο» ἕλκει τήν προέλευσή της ἀπό τή λέξη «Παναγία».

Ἀπό ἕνα ἁγιορείτικο μοναστήρι μέ πλούσια ἱστορία καί πνευματική παράδοση, τήν Ἱερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, στό ὁποῖο βρίσκονται καί οἱ περισσότερες θαυματουργές εἰκόνες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ εἰκόνα αὐτή ἦρθε καί ἐνθρονίστηκε μόνιμα ἐδῶ. Ὁ σεβαστός καί ἀγαπητός Καθηγούμενος τῆς σεβασμίας αὐτῆς μονῆς, Πανοσιολογιώτατος ἀρχιμανδρίτης Ἐφραίμ, ἔχοντας ὁ ἴδιος πολλή ἀγάπη στήν Κυρία Θεοτόκο ἀνταποκρίθηκε στά εὐλαβικά αἰσθήματα τῆς καρδιᾶς μας. Προέκρινε καί πρότεινε νά ἐγκατασταθεῖ στόν τόπο αὐτό τῆς μετανοίας καί προσευχῆς μας πιστό ἀντίγραφο τῆς θαυματουργῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς «Παραμυθίας». Ἀπό τότε, μέ τήν χάρη τῆς Θεομή­το­­ρος παραμυθεῖται ὁ τό­πος αὐτός καί ἁγιάζον­ται ἀκατάπαυστα οἱ μο­­ναχοί καί οἱ εὐλαβεῖς προ­σκυνητές. 

Μέ ἀνεκλάλητη πνευ­­­­­­ματική συγκίνηση καί χαρά, τό ἀπόγευμα τῆς 18ης Ἰουνίου τοῦ 1995 προϋπαντήσαμε, σύσσωμη ἡ ἀδελφότητα τῆς Μονῆς μας, τήν Θεομήτορα. Μαζί μ’ ἐμᾶς καί χιλιάδες πιστοί. Μέ θεῖο πόθο καί προσδοκία ὑποδεχθήκαμε τήν Παναγία, τήν Μητέρα τῆς ζωῆς, πού μᾶς σώζει ἀπό τίς συμφορές τοῦ βίου τούτου. Τήν ὑποδεχθήκαμε καί τήν θρονιάσαμε πρῶτα μέσα στίς καρδιές μας, καί ὕστερα στόν ναό της. Ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη, μιά σειρά θαυμάτων κάνουν ὁλοένα καί πιό αἰσθητή τήν παρουσία της στήν ζωή τοῦ τόπου αὐτοῦ…

Μέ συγκίνηση θυμοῦνται ὅλοι τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἔγινε ἡ ὑποδοχή τῆς Θεοτόκου. Δέν σβήνονται εὔκολα ἀπό τή μνήμη οἱ συνθῆκες κάτω ἀπό τίς ὁποῖες πραγματοποιήθηκε ἡ ἐδῶ ἔλευσή της. Τό στρατιωτικό ὄχημα, πού τιμητικά μετέφερε τήν θεομητορική εἰκόνα, εἶχε φθάσει μαζί μέ τούς ἀντιπροσώπους τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου μπροστά στήν εἴσοδο τοῦ μοναστηριοῦ. Τό μέγεθος τῆς εἰκόνας δημιούργησε ρίγη ἀγαλλιάσεως στό συγκεντρωμένο πλῆθος, πού μέ ἔκδηλη ἀδημονία ἀνέμενε τήν ἄφιξή της. Ὅλοι ἔστρεφαν τά μάτια γιά νά δοῦν τήν Παναγία, τήν φιλόστοργη μητέρα. Ἀναπέμφθηκε πρῶτα δέηση πρός τήν ἄχραντη Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Καί στή συνέχεια ἡ ἀνθρώπινη λαοθάλασσα ξεκίνησε μέ κατεύθυνση τόν ναό, μέ τήν Βασίλισσα τοῦ Οὐρανοῦ νά μεταφέρεται λιτανευτικῶς, προπορευόμενη καί καλυπτόμενη ἀπό τήν μεγάλη κόκκινη ὀμπρέλα της, τήν «οὐρανία». Καί  τότε ξαφνικά ἄνοιξαν στήν κυριολεξία οἱ οὐρανοί! Θαρρεῖς, γιά νά προϋπαντήσουν μαζί μέ τούς πιστούς τήν «Παντάνασσα», τήν Βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, νά ἑορτάσουν μαζί τους τήν ἔλευσή της! Ἡ καταρρακτώδης βροχή πού ἄρχισε νά πέφτει –βροχή σφοδρή καί ἐπίμονη ἐν μέσῳ θέρους– ἐκδήλωνε, θά ἔλεγε κανείς, τήν εὐαρέσκεια τοῦ οὐρανοῦ γιά τήν ἐπάνοδό της στό ὄρος Πάϊκο, τό δικό της μικρό ὄρος πού κάποτε ἐπόπτευε καί εὐλογοῦσε. Ὕστερα ἀπό πέντε αἰῶνες ἀπουσίας ἡ Παναγία ἐπέστρεφε στά δικά της γνωστά μέρη. 

«Ὡς δρόσος Ἀερμών ἡ καταβαίνουσα ἐπί τά ὄρη» καί «ὡσεί πόκος στάζουσα ἐπί τήν γῆν» ἦταν ἡ βροχή αὐτή! Μέσα σέ λίγα λεπτά ρυάκια σχηματίστηκαν ἀπό τό πολύ νερό πού ἔγιναν σάν ποτάμι. Τά πάντα γύρω γέμισαν βροχή, οὐράνια δροσιά! Δέν σταμάτησε ὅμως ἡ πομπή. Συνεχίστηκε ἡ πορεία, ἐνῶ ὁ λαός μέ μάτια δακρυσμένα ἀπό τή συγκίνηση ἱκέτευε διαρκῶς τήν Θεοτόκο. Μπερδεμένες μέ τά δάκρυα πού ἔτρεχαν ἀπό τά πρόσωπα, οἱ σταγόνες τῆς βροχῆς κυλοῦσαν κάτω στό χῶμα σμίγοντας μέ τή βρεγμένη γῆ. Λουσμένοι μέ τίς ἁγιαστικές δροσοστάλες τοῦ οὐρανοῦ, φθάσαμε ἔτσι «βαπτισμένοι» στόν ναό. Στήν πραγματικότητα κανείς δέν ἔνοιωσε ὅτι εἶχε βραχεῖ! Τότε ἀπότομα σταμάτησε –ὅπως τό ἴδιο ξαφνικά ξεκίνησε– καί ἡ οὐρανόσταλτη νεροποντή!

Μέ ἕνα τέτοιο «σημεῖο» θέλησε ὁ οὐρανός νά χαιρετήσει τήν ἄφιξη τῆς «Πλατυτέρας τῶν Οὐρανῶν» στό ὄρος Πάϊκο! 

Καί ἐνθρονίστηκε ἡ Βασίλισσα τῶν Ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων στό ὄμορφο προσκυνητάρι της. Καί θρονιάζεται ἀπό τότε μόνιμα καί μέσα στίς καρδιές ὅλων ἐκείνων πού τήν ἀντικρίζουν ἔστω καί γιά μία φορά. Ἡ θέα τῆς γλυκιᾶς ἔκφρασης τοῦ προσώπου τῆς Παναγίας παρηγορεῖ ἀληθινά τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τήν παραμυθεῖ ἀδιαλείπτως. Γίνεται καθημερινά «τοῦ κόσμου καταφύγιον», «τῶν χειμαζομένων ἡ γαλήνη», τῶν «θλιβομένων χαρά καί ἀντίληψις», «πρεσβεία θερμή», «ἐλέους πηγή», «προστασία καί σκέπη τῶν πιστῶν»…

 Ἡ παράδοση γιά τό παλαιό Μοναστήρι

Στό Πεντάλοφο τοῦ ὄρους Πάϊκου ἤρθαμε τό ἔτος 1981. Μαζί μέ τήν ἱστορία τοῦ χωριοῦ γίναμε παράλληλα γνῶστες τῆς παράδοσης ἀναφορικά μέ τό ἀνδρικό μοναστήρι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, πού ἦταν κάποτε κτισμένο λίγο ἔξω ἀπ’ αὐτό. Ἡ ἀνάμνηση γιά τήν ὕπαρξη καί παρουσία του παραμένει ἀκόμη ζωηρά ἔντονη στή μνήμη τῶν κατοίκων τῆς  περιοχῆς. 

Κατά τά χρόνια τῆς τουρκικῆς κυριαρχίας στόν ἑλλαδικό χῶρο –μέσα τοῦ 15ου αἰώνα– τό Πεντάλοφο ἦταν τό σημαντικότερο χωριό τῆς εὐρύτερης περιοχῆς, κατεῖχε τήν πρωτεύουσα θέση. Ἐδῶ διέμενε τότε, ἔχοντας τήν κατοικία του, καί ὁ Τοῦρκος μπέης. Τό μοναστήρι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς ἦταν Μετόχι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀποτελοῦσε δηλαδή ἐξάρτημά της. Σ’ αὐτό ὑπῆρχε ἱερή καί θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἡ  ἐφέστια εἰκόνα τῆς Μονῆς.

Ὥσπου μιά ἡμέρα, κάποιοι κάτοικοι τῆς περιοχῆς στήν προσπάθειά τους προφανῶς νά κερδίσουν τήν εὔνοια τῶν Τούρκων, συκοφάντησαν τούς μοναχούς. Οἱ Τοῦρκοι ἀποφάσισαν τότε νά τούς σφάξουν. Δέν πρόλαβαν ὅμως οἱ ἄπιστοι νά διαπράξουν τό φοβερό ἀνοσιούργημα πού ἔβαλαν στό μυαλό τους. Κάποιος εὐλαβής κάτοικος τοῦ χωριοῦ εἰδοποίησε κρυφά τούς μοναχούς, προτρέποντάς τους νά φύγουν τό γρηγορότερο γιά νά σωθοῦν. Πράγματι, ἐκεῖνοι ἔφυγαν κρυφά ἀπό τήν πίσω πόρτα τῆς Μονῆς καί κατευθύνθηκαν σέ μιά ρεματιά ἡ ὁποία περνοῦσε παράπλευρα ἀπό τήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ. Τούς ἀντιλήφθηκαν ὅμως οἱ Τοῦρκοι καί ἄρχισαν νά τούς κυνηγοῦν γιά νά τούς πιάσουν. Ἄρχισε τότε μιά δραματική καταδίωξη. Ὅταν ὁ κίνδυνος γιά νά πέσουν στά χέρια τῶν ἐξαγριωμένων Τούρκων ἄρχισε νά γίνεται περισσότερο ἀπό ὁρατός, οἱ μοναχοί ἐναπόθεσαν ὅλες τίς ἐλπίδες τους στήν Παναγία. Ἡ ἀγωνία τους ἔγινε ἀφορμή θερμῆς προσευχῆς σέ ἐκείνην, διά πρεσβειῶν τῆς ὁποίας τελοῦνται τά θαύματα ἀπό τόν Θεό. Σέ κάποιο σημεῖο τῆς ρεματιᾶς σταμάτησαν λαχανιασμένοι τό τρέξιμο. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν πλησιάσει ἤδη πολύ κοντά τους. Δέν ὑπῆρχε καμμιά περίπτωση διαφυγῆς, δέν ὑπῆρχε πλέον περίπτωση σωτηρίας γι’ αὐτούς…

Ἕνας ἀπό τούς μοναχούς σήκωσε τά χέρια πρός τόν οὐρανό καί φώναξε δυνατά: «Παναγία μου, καλύτερα νά ἀνοίξει ἡ γῆ νά μᾶς καταπιεῖ, παρά νά πέσουμε στά χέρια τῶν Τούρκων!!». Καί πράγματι, δέν πρόλαβε καλά-καλά νά ἀποσώσει τά λόγια του καί ἡ γῆ κάτω ἀπό τά πόδια τους ἄνοιξε ἀπότομα μπροστά στά ἔκπληκτα μάτια τῶν Τούρκων! Στό σημεῖο ἐκεῖνο ἀνέβλυσαν στή συνέχεια τρεῖς πηγές. Τό νερό τους τρέχει ἀκόμη μέχρι σήμερα, γιά νά ὑπενθυμίζει τό θαῦμα πού ἔγινε τότε. Ὅσοι γνωρίζουν τήν παράδοση αὐτή, στήν ἀναφορά τους κάνουν λόγο γιά «τό νερό τῶν καλογήρων».

Στή συνέχεια οἱ Τοῦρκοι ἄρχισαν νά μιλοῦν μέ ἔκδηλη ἀπορία καί ἔκπληξη, μά συνάμα καί μέ κάποιο φόβο γιά τό θαυμαστό αὐτό γεγονός, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξαν οἱ ἴδιοι αὐτόπτες μάρτυρες. Ἀπό στόμα σέ στόμα τό περιστατικό αὐτό διεσώθη καί ἔφθασε μέχρι τίς ἡμέρες μας.

Μετά τήν ἐρήμωση τῆς Μονῆς ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας  χάθηκε. Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι κάποιος τσοπάνος τήν ἀνακάλυψε μέσα σ’ ἕναν θάμνο, πέντε περίπου χιλιόμετρα πιό κάτω ἀπό τό χωριό. Ἡ εἰκόνα τοποθετήθηκε ξανά στή θέση της. Ὅμως καί πάλι ἐξαφανίστηκε κατά τρόπο ἀνεξήγητο. Τήν ξαναβρῆκαν στό ἴδιο ἀρχικό σημεῖ­ο καί τήν ἐ­­πα­­νέφεραν στό μο­ναστήρι. Τό θαῦ­μα αὐτό –γι­α­­τί πράγματι ἐ­­πρό­­κειτο γιά θαῦμα– ἐπανα­λή­φθηκε γιά τρί­­τη φορά. Ὁ τό­­πος ἐκεῖνος (ἡ ση­­μερινή Γου­μένισ­σα) ἦ­­ταν τό­­τε ἀκατοίκητος, κατάφυτος ἀπό πυκνό δά­­σος. Ἡ Ἱερά Μο­νή τῶν Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους οἰ­­κοδόμησε ναό στό σημεῖο ἐκεῖνο πρός τιμήν τῆς Παναγίας, γιά νά ἐνθρονιστεῖ ἡ θαυματουργή ἱερή εἰκόνα της. Μέ τήν ἀρωγή καί τή βοήθεια τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων, τό Μετόχι της αὐτό, ἐκτός ἀπό τόπος προσευχῆς καί λατρείας, ἔγινε μέ τή πάροδο τοῦ χρόνου ἐθνικό καί πνευματικό κέντρο ὅλης τῆς περιοχῆς.

Ἀπό τό παλαιό μοναστήρι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στό χωριό Πεντάλοφο, σήμερα δέν σώζεται πιά τίποτα. Μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου ἐρήμωσε καί καταστράφηκε. Μόνο λίγες σκόρπιες πέτρες καί κάποιες αἰωνόβιες βελανιδιές μαρτυροῦν ἀκόμη τήν ὕπαρξή του. Ἕνα μικρό ξωκκλήσι, πού τιμᾶται σήμερα στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ὑπάρχει ἀνηγερμένο ἀπό τά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ’70 στόν χῶρο αὐτό, γιά νά θυμίζει κάτι ἀπό τό παρελθόν τῆς παλαιᾶς Μονῆς…

Τήν προφορική αὐτή παράδοση πού ἀναφέρεται στήν ὕπαρξη –κατά τά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας– τοῦ μοναστηριοῦ καθώς καί τῶν γεγονότων πού διαδραματίστηκαν τότε καί εἶχαν σχέση μέ αὐτό, μᾶς τά διηγήθηκαν κάποιοι κάτοικοι τοῦ χωριοῦ, ὅταν πρωτοήρθαμε, τό ἔτος 1981, στήν περιοχή.

Μέ χαρακτηριστική ἐπιμονή μάλιστα μᾶς προέτρεπαν νά πᾶμε στή Μονή τῶν Ἰβήρων καί νά βροῦμε τά σχετικά ἔγγραφα πού ἀναφέρονταν στό μοναστήρι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. «Ἐκεῖ ὑπάρχει καί ὁ ἀφορισμός καί ἡ κατάρα πού ἔκαναν γιά τό χωριό μας, γι’ αὐτό πού ἔγινε τότε, ἔλεγαν μέ πόνο ψυχῆς. Πηγαίνετε νά βρεῖτε αὐτά τά χαρτιά! Καί πέστε στούς μοναχούς νά διαβάσουν κάτι γιά νά φύγει ἀπό τό χωριό μας ἡ κατάρα αὐτή, πού μέχρι σήμερα μᾶς κυνηγᾶ, καί νά ἔλθει ξανά ἡ εὐλογία τῆς Παναγίας…». 

Ἀέναος παραμυθία!

Μέ τήν ἔλευση τῆς Παναγίας τῆς «Παραμυθίας», τό ἔτος 1995, στό Σιμωνοπετρίτικο Μετόχι, στή Μονή τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου πού ἀνηγέρθηκε λίγο πιό ψηλά ἀπό τό παλαιό ἐκεῖνο μοναστήρι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, θεωροῦμε ὅτι ἔληξε καί ὁ «κανόνας» γιά τήν περιοχή! Ἡ Παναγία ἐπέστρεφε καί πάλι στό Πεντάλοφο σάν μάνα στοργική, ὡς παρηγορήτρια, ὡς «Παραμυθία» πλέον! Ἐνθρονιζόταν στό ἁγιορείτικο Μετόχι της στό ὄρος Πάϊκο καί λάβαινε ξανά τή θέση πού τῆς ἀνῆκε. Γινόταν καί πάλι Ἔφορος τοῦ τόπου αὐτοῦ… 

Καί ἀληθινά νοιώθει κανείς ὅτι ἡ Θεοτόκος ἦρθε πάλι στό ὄρος αὐτό γιά νά δώσει ξανά χαρά στούς πονεμένους, τούς ἀπεγνωσμένους, τούς κλυδωνιζόμενους τοῦ βίου τούτου! Γιά νά παραμυθήσει τίς καρδιές ὅλων ἐκείνων πού προσέρχον­ται σέ αὐτήν μέ ἀληθινή πίστη καί βέβαιη ἐλπίδα.

Καί ἐκείνη, ὡς Μητέρα τῆς ζωῆς καί μητέρα στή ζωή αὐτή, ἀγκαλιάζει μέ τήν ἀγάπη της ὅ­­λο τόν κόσμο, πρεσβεύει γι’ αὐ­­τόν καί τόν πα­­ρηγορεῖ. Ἀ­­λή­­­­θεια, πόσους στεναγμούς ψυχῆς δέν ἄκουσε! Πόσους κραδασμούς καρδιᾶς δέν ἀφουγκράστηκε! Πόσες ἐξομολογήσεις δέν δέχθηκε! Πόσους δέν ἀ­­να­σήκωσε ἀπό τίς πτώσεις! Πόσους δέν παραμύθησε μυστικά! Πόσους δέν εὐεργέτησε θαυματουργικά ὅλα αὐτά τά χρόνια!

Στό πέρασμα τῶν εἴκοσι ἕξι αὐτῶν χρόνων, ἡ Παναγία ἡ «Παραμυθία» δέεται διαρκῶς, παρακαλεῖ, ἱκετεύει, πρεσβεύει καί μεσιτεύει στόν Θεό γιά τά φιλόθεα παιδιά της, ὡς φι­­λόστο­ρ­γη μάνα. Διασκεδάζει καί καθησυχάζει φόβους, ἐγκαρδιώνει, γαληνεύει τόν νοῦ, ἀναπτερώνει ἐλπίδες, σταλάζει βάλσαμο παρηγορίας στίς καρδιές. Γίνεται γλυκεῖα Παραμυθία γιά τόν καθένα. 

Πόσα κεριά καί λαμπάδες εὐ­­­χα­ριστίας ἄ­­να­ψαν ἀλήθεια καί καῖ­­νε διαρκῶς μπρο­στά της; 

Καί μένει σταθερή καί ἀκίνητη στή θέση της, στό κέντρο τοῦ ναοῦ, καί τούς ἀκούει καί τούς δέχεται ὅλους! Ἡ μεγάλη μητρική ἀγκαλιά της τούς χωράει ὅλους μέσα! Ὅλους τούς σκεπάζει κάτω ἀπό τό πέπλο της. Ἰδιαιτέρως ἔχει μιά ἀπέραντη συμπάθεια γιά τούς πονεμένους, διότι αὐτή γνώ­ρισε τόν μεγα­λύ­­τερο πό­­νο ἀπ’­­ ὅλες τίς μάν­­ες τοῦ κόσμου! Εἶναι ἡ πιό πονετική μάνα μέ μεγάλα ἀποθέματα ἀγάπης γιά κάθε πληγωμένο τῆς ζωῆς. 

Ἡ ἔκφραση στό πρόσωπό της φανερώνει συμπάθεια καί ἀγάπη. Τό βλέμμα της δηλώνει ἐπιείκεια, πραότητα καί εὐσπλαγχνία. Καί στά χείλη της ἐπάνω ἀναπαύεται μειδίαμα σεμνό, παρήγορο καί χαριτωμένο. Παραμυθητικό γιά τόν καθένα, γιά ὅλους. 

Τήν κοιτᾶς στά μάτια καί ἐκείνη σέ ἀτενίζει ὁλόκληρο, σέ θωρεῖ ἄγρυπνη, σέ ἀκούει, σέ δέχεται καί σέ ἐλεεῖ. Δέν παραβλέπει τόν πόνο σου. Γίνεται συναντιλήπτορας στό πρόβλημά σου. Συμπάσχει, συμμετέχει καί συμπαραστέκεται στή δοκιμασία σου. Νοιώθεις ὅτι πράγματι αὐτή εἶναι «πάντων θλιβομένων ἡ χαρά». Γαλήνιο τό βλέμμα της καί ἤρεμο εἰσέρχεται ὥς τά βάθη τῆς ὕπαρξής σου. Καί παραμένει ἀτάραχη, ἐπειδή κρατᾶ στήν ἀγκαλιά της τόν Υἱό καί Θεό της. Γνωρίζει, πώς ἄν Τόν παρακαλέσει γιά σένα, Ἐκεῖνος θά εἰσακούσει τήν ἱκεσία της. Εἶναι φιλεύσπλαγχνη μητέρα.

Ἡ παρουσία της γεμίζει ὅλο τόν ναό. Ἀληθινά πληροῖ τά πάντα. Χωρίς τήν «Παραμυθία» θά ἔμοιαζε ἄδειο τό Καθολικό, θά ὑπῆρχε ἕνα δυσαναπλήρωτο κενό. Κάτι σημαντικό θά ἔλειπε. Ἡ χάρη της, πού πληθωρικά ἀκτινοβολεῖ γύρω της, γεμίζει τίς καρδιές μοναχῶν καί προσκυνητῶν. Αἰσθάνεσαι ὅτι ἡ Θεοτόκος, ὡς φιλόστοργη μητέρα προστατεύει τή Μονή ἀπό ἀνεπιθύμητους «πειρατές», καί ὡς Παραμυθία παρηγορεῖ τούς μοναχούς. Ἔσωσε κάποτε καί ἐξακολουθεῖ καί τώρα νά σώζει…

Εἰσερχόμενος στόν ναό, νοιώθεις ὅτι σέ ὑποδέχεται ἐκείνη, ὡς οἰκοδέσποινα τοῦ τόπου. Ἡ μορφή της σέ μαγνητίζει, σέ προσελκύει κατ’ εὐθείαν κοντά της. Φῶς παραμυθίας ἐξέρχεται ἀπό τό πρόσωπό της. Μειδίαμα παρηγοριᾶς. Τό βλέμμα της σέ κοιτάει κατάματα, διεισδύει βαθιά μέχρι τά μύχια τῆς καρδιᾶς σου. Τά μάτια της σταλάζουν γλυκύτητα καί ἀγάπη σέ ὅλη τήν ὕπαρξή σου. Γαληνεύεις.

Τά χείλη της ἕτοιμα εἶναι νά ἀνοίξουν καί νά σοῦ μιλήσουν. Στέκεσαι ἑνεός μπροστά στό ὄμορφο προσκυνητάρι της καί τήν κοιτᾶς. Δέν χορταίνεις νά τήν βλέπεις. Καί ἐκείνη σέ κοιτᾶ μέ τήν ἱλαρή ματιά της. Ἔχεις τήν αἴσθηση ὅτι σέ περίμενε. Ὅτι εἶναι ἕτοιμη νά σέ δεχτεῖ μέσα στίς ἀνοιχτές ἀγκάλες της. Καί νοιώθεις νά γαληνεύει ἀμέσως ἡ ψυχή σου ἀπό τά τρικυμιώδη κύματα τῆς ζωῆς πού σ’ ἔφεραν ὥς ἐδῶ. Κοντοστέκεσαι. Καί σιωπηλά τήν ἱκετεύεις: «Φώτισον Ἁγνή τήν ψυχήν μου… λῦσον τῶν κακῶν μου τά νέφη». 

Μέ ἀνακούφιση καταθέτεις ἐνώπιόν της τά βάρη πού βαστάζεις ἐντός σου. Τά μικρά ἤ μεγάλα βάσανά σου, τά βαθιά στοιβαγμένα μέσα σου. Τά ἀποθέτεις στήν εὐρύχωρη ἀγκαλιά της καί μέ ἀγαλλίαση νοιώθεις νά ξαλαφρώνεις. Καί ἐκείνη τά δέχεται. Εἶναι καταδεκτική καί τά χωρεῖ ὅλα ἡ μεγάλη μητρική καρδιά της. Εἶναι εὐαίσθητη καί σέ ἀκούει προσεκτικά. Καί φεύγεις ὕστερα μέ ξεχειλισμένη εὐγνωμοσύνη ἀπό κοντά της. Μιά θαλπωρή αἰσθάνεσαι τώρα μέσα σέ ὅλο τό εἶναι σου ἀπό τήν ἀγάπη τῆς φιλάνθρωπης βατοπεδινῆς Παναγίας. Σέ παραμυθεῖ σιωπηλά γιά νά συνεχίσεις μέ ὑπομονή τόν ἀγώνα σου. Φεύγεις τελικά ἐνδυναμωμένος, ἐγκαρδιωμένος, πολλαπλά παρηγορημένος. Ἔχεις ἀναθέσει τήν πᾶσαν ἐλπίδα σου σέ αὐτήν, τήν Ἐλπίδα τῶν ἀπηλπισμένων. Βέβαιος πιά ὅτι, πραγματικά, ἄλλην «παραμυθίαν οὐκ ἔχεις πλήν» ἐκείνης, τῆς ὑπερευλογημένης Μητέρας τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων, τῆς «Παραμυθίας»…   

Σχολιάστε